Μεσκινιά (Χρυσοπηγή)



Ποτισμένο με τα δάκρυα ανθρώπων που υπέφεραν μέχρι το θάνατό τους είναι το χώμα στην περιοχή της Χρυσοπηγής στο Ηράκλειο. Η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια που είναι χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές λεγόταν Μεσκινιά και για 187 χρόνια φιλοξένησε τους λεπρούς του νομού Ηρακλείου. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν το δρόμο χωρίς επιστροφή για τη Σπιναλόγκα.

Παρά την αρρώστια και την ανέχειά τους, οι λεπροί προσπάθησαν να οργανώσουν το χωριό τους, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η σπηλιά της Παναγίας, η εκκλησία τους, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Καθημερινά κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Κάστρο και στριμώχνονταν στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Οσα χρήματα τούς περίσσευαν τα διέθεταν για να φτιάξουν την εκκλησία τους, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν ασημένια δισκοπότηρα, ευαγγέλια και διάφορα αναθήματα της εποχής.

Έχοντας ζήσει στην περιοχή για 38 χρόνια ως προϊστάμενος του Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής, ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης συγκέντρωσε στοιχεία για τους λεπρούς της Μεσκινιάς και συνέγραψε την ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου». Στον πρόλογο του βιβλίου του κάνει λόγο για τους χανσενικούς της περιοχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο ιερείς και σε όλους αυτούς αφιερώνει το έργο του. Εκεί αναφέρει, μεταξύ άλλων, «στη θύμησή μου έρχονται οι μαρτυρικές μορφές των προκατόχων μου ιερέων, παπα-Γιάννη από τη Φουρνή Μιραμπέλλου και παπα-Γιωργάκη από την Αγία Βαρβάρα Μαλεβιζίου, καθώς και των άλλων λεπρών χριστιανών αδελφών μου, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Μεσκινιάς, της σημερινής Χρυσοπηγής». Ο πατήρ Ιωάννης γράφει ότι νιώθει δίπλα του τις τραγικές αυτές ανθρώπινες υπάρξεις, με το δέρμα τους γεμάτο από άσπρες και κόκκινες βούλες που τους δημιουργούσαν μια ανυπόφορη φαγούρα, με ξεφλουδισμένα και παραμορφωμένα τα χέρια, τα πόδια, τα πρόσωπα και όλο τους το σώμα.

«Δεν υπάρχει φοβερότερο και τρομερότερο θέαμα από έναν λεπρό. Τα πολυώδυνα βάσανα και οι αβάσταχτοι πόνοι του δεν παραβάλλονται με άλλους πόνους και δυστυχίες σε αυτό τον κόσμο», σημειώνει ο πατήρ Ιωάννης.

Στην ενορία της Χρυσοπηγής τοποθετήθηκε το 1969, τη χρονιά που απομακρύνθηκαν από τις σπηλιές, όπου άλλοτε κατοικούσαν οι λεπροί, διακόσιες οικογένειες τρωγλοδυτών, οι οποίες μεταφέρθηκαν στις εργατικές κατοικίες των Δειλινών. Από τότε και μέχρι τη συνταξιοδότησή του, έχοντας στο πλευρό του τους κατοίκους της Χρυσοπηγής, εργάστηκε για την επέκταση του ναού και την αναβάθμιση της ενορίας.

Στράφηκαν στο Θεό για παρηγοριά



Οι χριστιανοί λεπροί της Μεσκινιάς μετέτρεψαν μια από τις 165 σπηλιές της περιοχής σε εκκλησία και την αφιέρωσαν στην Παναγία. «Τα χρήματα για τη διαρρύθμιση της σπηλιάς σε εκκλησία, δηλαδή για ιερά σκεύη, καντήλια, άγιες εικόνες και λειτουργικά βιβλία, τα πρόσφεραν οι λεπροί πλουσιοπάροχα από το υστέρημά τους», γράφει ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης, ενώ προσθέτει ότι μετά το 1850 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί τόσο πολύ που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για επέκταση της εκκλησίας, προκειμένου να χωράνε όλοι.

Έτσι δημιουργήθηκε το νέο κλίτος που αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο και αργότερα κατασκευάστηκε ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής.

Στην ιστορική μελέτη αναφέρεται ότι ο πρώτος ιερέας που εντοπίζεται στα τουρκικά έγγραφα ήταν ο παπα-Γιάννης, ο οποίος ήταν λεπρός και πέθανε το 1861. Το ίδιο διάστημα μεταφέρθηκε στο λεπροχώρι ο παπα-Γιωργάκης, λεπρός κι αυτός.

Εμπνευσμένος από το έργο των προκατόχων του, αλλά και από τον αγώνα των χανσενικών να φτιάξουν την εκκλησία τους, ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για την ιστορική του μελέτη. Σε διάστημα πέντε περίπου ετών κατάφερε να συγκεντρώσει το υλικό του.

Σημαντική πηγή στοιχείων ήταν η Βικελαία Βιβλιοθήκη, όπου βρήκε τούρκικους κώδικες. Εκεί εντόπισε και έναν κατάλογο λεπρών της Μεσκινιάς του 1852. Ομως ταλαιπωρήθηκε πολύ να βρει μεταφραστή για την προκεμαλική γραφή. Επίσης, σε μοναστήρια αναζήτησε και βρήκε βιογραφικά στοιχεία για τους κληρικούς που είχαν διακονήσει στην περιοχή.



Ο Μεχμέτ πασάς του Μεγάλου Κάστρου εξέδωσε διαταγή το Σεπτέμβριο του 1717 να μεταφερθούν όλοι οι λεπροί της περιοχής στους μαγαράδες (σπηλιές) του Μαρουλά, που μετονομάστηκε σε Μεσκινιά. Οπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης, οι άνθρωποι αυτοί απομονώθηκαν γιατί «προκαλούσαν την αηδία των άλλων πολιτών με την παρουσία τους».

Ακόμη σημειώνει ότι οι ασθενείς μπορούσαν να επισκεφθούν τα γύρω χωριά και να πλησιάσουν το Μεγάλο Κάστρο μέχρι την είσοδο του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητιανέψουν, αφού μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έπαιρναν κανένα βοήθημα. Ωστόσο, το 1852, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όταν διοικητής του Μεγάλου Κάστρου ήταν ο Βελιουδίν πασάς, ξεκίνησε η διανομή μιας οκάς ψωμιού την ημέρα σε κάθε άρρωστο.

Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Κατοικούσαν μέσα στις σπηλιές και μετέφεραν νερό από τα γύρω πηγάδια. Τις χρονιές όμως που υπήρχε ανομβρία, οι ιδιοκτήτες των πηγαδιών δεν επέτρεπαν στους λεπρούς να πάρουν νερό. Μετά από τις επίμονες προσπάθειές τους το 1890 κατασκευάστηκε ένας χαζινές (τουρκόβρυση), που υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή.

Αρκετοί ήταν εξαθλιωμένοι και είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Στην ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου» περιλαμβάνεται αναφορά του Αυστριακού γιατρού και βοτανολόγου Σίμπερ, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κρήτη το 19ο αιώνα. Εκεί τονίζεται στο βιβλίο ότι «πήγαμε στο προάστιο των λεπρών. Οι μισοί κατοικούν σε υπόγειες τρύπες και άλλοι σε κάτι άθλιες καλύβες. Πολλών απ’ αυτούς έχει πάθει το μυαλό τους και φαίνονται σαν κοιμισμένοι, άλλοι πάλι είναι μοχθηροί και άλλοι επίβουλοι και κακοήθεις, καθώς ζουν χωρίς καμία τάξη και επιτήρηση και έχουν τελείως εγκαταλειφθεί, τους περιφρονεί όλος ο κόσμος και αυτοί ζουν μια αδιάντροπη ζωή».

Μετά την επίσκεψή του στο νησί ο καθηγητής γεωλογίας και βοτανολογίας Βίκτωρ Ρολέν έγραψε τα εξής: «Τους απαγορεύεται να κάνουν εμπόριο, ακόμη και να πωλούν τα αβγά των πουλερικών τους από φόβο μη μεταδοθεί η ασθένεια. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν απ’ ό,τι παράγουν από τα κηπούλια τους και από ελεημοσύνες». Ο ίδιος σημείωνε ότι αν και το 1838 σε όλη την Κρήτη ζούσαν περίπου 300-400 λεπροί, δύο δεκαετίες μετά είχαν αυξηθεί σημαντικά και απέδιδε την εξάπλωση στο γεγονός ότι είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν μεταξύ τους.

Μια τραγική ιστορία έρχεται στο φως από το σύγγραμμα του πλοιάρχου του Αγγλικού Ναυτικού Σπρατ του 1865, την οποία συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ο πατήρ Ιωάννης. Εκεί γίνεται λόγος για τους λεπρούς στην Πύλη του Λαζαρέτου.

Ανάμεσά τους ήταν ένας πολύ άρρωστος άνδρας, ο οποίος ήταν ακόμη πιο δυστυχισμένος γιατί λίγες ημέρες νωρίτερα έμαθε πως η 18χρονη κόρη του ασθένησε. Δίπλα του είχε την κοπέλα, η οποία δεν έμοιαζε να έχει καμία αρρώστια και ήταν πολύ περιποιημένη. Κοντά τους ήταν κι ένα ζευγάρι με ένα μωρό. Οι δύο νέοι άνθρωποι, όπως και πολλοί άλλοι χανσενικοί, απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους και μεταφέρθηκαν στη Μεσκινιά. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Μετά απέκτησαν και ένα παιδί, που χωρίς και αυτό να το επιλέξει μεγάλωσε στον κόσμο των λεπρών, μέσα σε σκοτεινές και γεμάτες υγρασία σπηλιές, που υπάρχουν σήμερα κάτω από τα θεμέλια σπιτιών. Άλλες έχουν μπαζωθεί και κάποιες άλλες χάσκουν στην άκρη του δρόμου και φιλοξενούν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα. Κι όμως αποτελούν κομμάτι της ιστορίας και κρύβουν μέσα τους τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν εκεί τα χειρότερα χρόνια της ζωής τους.

Τα στοιχεία

119 άτομα ζούσαν στη Μεσκινιά το 1852 και τα εννέα απ’ αυτά δεν έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν

4 ήταν τα λεπροχώρια στην Κρήτη και συγκεκριμένα βρίσκονταν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά και στην Ιεράπετρα

187 χρόνια έζησαν λεπροί στην περιοχή της Μεσκινιάς. Το 1904 μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα

Διαβάστε ακόμη: Μαρτυρίες περιηγητών για τους λεπρούς της Κρήτης, πριν από τη συγκέντρωσή τους στο "Νησί" της Σπιναλόγκας goodnet.gr




Ποτισμένο με τα δάκρυα ανθρώπων που υπέφεραν μέχρι το θάνατό τους είναι το χώμα στην περιοχή της Χρυσοπηγής στο Ηράκλειο. Η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια που είναι χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές λεγόταν Μεσκινιά και για 187 χρόνια φιλοξένησε τους λεπρούς του νομού Ηρακλείου. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν το δρόμο χωρίς επιστροφή για τη Σπιναλόγκα.

Παρά την αρρώστια και την ανέχειά τους, οι λεπροί προσπάθησαν να οργανώσουν το χωριό τους, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η σπηλιά της Παναγίας, η εκκλησία τους, όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Καθημερινά κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Κάστρο και στριμώχνονταν στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Οσα χρήματα τούς περίσσευαν τα διέθεταν για να φτιάξουν την εκκλησία τους, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν ασημένια δισκοπότηρα, ευαγγέλια και διάφορα αναθήματα της εποχής. Έχοντας ζήσει στην περιοχή για 38 χρόνια ως προϊστάμενος του Ιερού Ναού Ζωοδόχου Πηγής, ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης συγκέντρωσε στοιχεία για τους λεπρούς της Μεσκινιάς και συνέγραψε την ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου». Στον πρόλογο του βιβλίου του κάνει λόγο για τους χανσενικούς της περιοχής, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο ιερείς και σε όλους αυτούς αφιερώνει το έργο του.

Εκεί αναφέρει, μεταξύ άλλων, «στη θύμησή μου έρχονται οι μαρτυρικές μορφές των προκατόχων μου ιερέων, παπα-Γιάννη από τη Φουρνή Μιραμπέλλου και παπα-Γιωργάκη από την Αγία Βαρβάρα Μαλεβιζίου, καθώς και των άλλων λεπρών χριστιανών αδελφών μου, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Μεσκινιάς, της σημερινής Χρυσοπηγής». Ο πατήρ Ιωάννης γράφει ότι νιώθει δίπλα του τις τραγικές αυτές ανθρώπινες υπάρξεις, με το δέρμα τους γεμάτο από άσπρες και κόκκινες βούλες που τους δημιουργούσαν μια ανυπόφορη φαγούρα, με ξεφλουδισμένα και παραμορφωμένα τα χέρια, τα πόδια, τα πρόσωπα και όλο τους το σώμα. «Δεν υπάρχει φοβερότερο και τρομερότερο θέαμα από έναν λεπρό. Τα πολυώδυνα βάσανα και οι αβάσταχτοι πόνοι του δεν παραβάλλονται με άλλους πόνους και δυστυχίες σε αυτό τον κόσμο», σημειώνει ο πατήρ Ιωάννης.

Στην ενορία της Χρυσοπηγής τοποθετήθηκε το 1969, τη χρονιά που απομακρύνθηκαν από τις σπηλιές, όπου άλλοτε κατοικούσαν οι λεπροί, διακόσιες οικογένειες τρωγλοδυτών, οι οποίες μεταφέρθηκαν στις εργατικές κατοικίες των Δειλινών. Από τότε και μέχρι τη συνταξιοδότησή του, έχοντας στο πλευρό του τους κατοίκους της Χρυσοπηγής, εργάστηκε για την επέκταση του ναού και την αναβάθμιση της ενορίας. Στράφηκαν στο Θεό για παρηγοριά

Οι χριστιανοί λεπροί της Μεσκινιάς μετέτρεψαν μια από τις 165 σπηλιές της περιοχής σε εκκλησία και την αφιέρωσαν στην Παναγία. «Τα χρήματα για τη διαρρύθμιση της σπηλιάς σε εκκλησία, δηλαδή για ιερά σκεύη, καντήλια, άγιες εικόνες και λειτουργικά βιβλία, τα πρόσφεραν οι λεπροί πλουσιοπάροχα από το υστέρημά τους», γράφει ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης, ενώ προσθέτει ότι μετά το 1850 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί τόσο πολύ που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για επέκταση της εκκλησίας, προκειμένου να χωράνε όλοι. Έτσι δημιουργήθηκε το νέο κλίτος που αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο και αργότερα κατασκευάστηκε ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο βρίσκεται μέχρι και σήμερα στον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής.

Στην ιστορική μελέτη αναφέρεται ότι ο πρώτος ιερέας που εντοπίζεται στα τουρκικά έγγραφα ήταν ο παπα-Γιάννης, ο οποίος ήταν λεπρός και πέθανε το 1861. Το ίδιο διάστημα μεταφέρθηκε στο λεπροχώρι ο παπα-Γιωργάκης, λεπρός κι αυτός. Εμπνευσμένος από το έργο των προκατόχων του, αλλά και από τον αγώνα των χανσενικών να φτιάξουν την εκκλησία τους, ο πατήρ Ιωάννης Μακράκης άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για την ιστορική του μελέτη. Σε διάστημα πέντε περίπου ετών κατάφερε να συγκεντρώσει το υλικό του. Σημαντική πηγή στοιχείων ήταν η Βικελαία Βιβλιοθήκη, όπου βρήκε τούρκικους κώδικες.

Εκεί εντόπισε και έναν κατάλογο λεπρών της Μεσκινιάς του 1852. Ομως ταλαιπωρήθηκε πολύ να βρει μεταφραστή για την προκεμαλική γραφή. Επίσης, σε μοναστήρια αναζήτησε και βρήκε βιογραφικά στοιχεία για τους κληρικούς που είχαν διακονήσει στην περιοχή. Η ζωή στους μαγαράδες. Ο Μεχμέτ πασάς του Μεγάλου Κάστρου εξέδωσε διαταγή το Σεπτέμβριο του 1717 να μεταφερθούν όλοι οι λεπροί της περιοχής στους μαγαράδες (σπηλιές) του Μαρουλά, που μετονομάστηκε σε Μεσκινιά. Οπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μακράκης, οι άνθρωποι αυτοί απομονώθηκαν γιατί «προκαλούσαν την αηδία των άλλων πολιτών με την παρουσία τους».

Ακόμη σημειώνει ότι οι ασθενείς μπορούσαν να επισκεφθούν τα γύρω χωριά και να πλησιάσουν το Μεγάλο Κάστρο μέχρι την είσοδο του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητιανέψουν, αφού μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα δεν έπαιρναν κανένα βοήθημα. Ωστόσο, το 1852, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όταν διοικητής του Μεγάλου Κάστρου ήταν ο Βελιουδίν πασάς, ξεκίνησε η διανομή μιας οκάς ψωμιού την ημέρα σε κάθε άρρωστο. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν άθλιες. Κατοικούσαν μέσα στις σπηλιές και μετέφεραν νερό από τα γύρω πηγάδια. Τις χρονιές όμως που υπήρχε ανομβρία, οι ιδιοκτήτες των πηγαδιών δεν επέτρεπαν στους λεπρούς να πάρουν νερό.

Μετά από τις επίμονες προσπάθειές τους το 1890 κατασκευάστηκε ένας χαζινές (τουρκόβρυση), που υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή. Αρκετοί ήταν εξαθλιωμένοι και είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Στην ιστορική μελέτη «Η Μεσκινιά του Μεγάλου Κάστρου» περιλαμβάνεται αναφορά του Αυστριακού γιατρού και βοτανολόγου Σίμπερ, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κρήτη το 19ο αιώνα. Εκεί τονίζεται στο βιβλίο ότι «πήγαμε στο προάστιο των λεπρών. Οι μισοί κατοικούν σε υπόγειες τρύπες και άλλοι σε κάτι άθλιες καλύβες. Πολλών απ’ αυτούς έχει πάθει το μυαλό τους και φαίνονται σαν κοιμισμένοι, άλλοι πάλι είναι μοχθηροί και άλλοι επίβουλοι και κακοήθεις, καθώς ζουν χωρίς καμία τάξη και επιτήρηση και έχουν τελείως εγκαταλειφθεί, τους περιφρονεί όλος ο κόσμος και αυτοί ζουν μια αδιάντροπη ζωή». Μετά την επίσκεψή του στο νησί ο καθηγητής γεωλογίας και βοτανολογίας Βίκτωρ Ρολέν έγραψε τα εξής: «Τους απαγορεύεται να κάνουν εμπόριο, ακόμη και να πωλούν τα αβγά των πουλερικών τους από φόβο μη μεταδοθεί η ασθένεια. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν απ’ ό,τι παράγουν από τα κηπούλια τους και από ελεημοσύνες».

Ο ίδιος σημείωνε ότι αν και το 1838 σε όλη την Κρήτη ζούσαν περίπου 300-400 λεπροί, δύο δεκαετίες μετά είχαν αυξηθεί σημαντικά και απέδιδε την εξάπλωση στο γεγονός ότι είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν μεταξύ τους. Μια τραγική ιστορία έρχεται στο φως από το σύγγραμμα του πλοιάρχου του Αγγλικού Ναυτικού Σπρατ του 1865, την οποία συμπεριέλαβε στο βιβλίο του ο πατήρ Ιωάννης. Εκεί γίνεται λόγος για τους λεπρούς στην Πύλη του Λαζαρέτου. Ανάμεσά τους ήταν ένας πολύ άρρωστος άνδρας, ο οποίος ήταν ακόμη πιο δυστυχισμένος γιατί λίγες ημέρες νωρίτερα έμαθε πως η 18χρονη κόρη του ασθένησε. Δίπλα του είχε την κοπέλα, η οποία δεν έμοιαζε να έχει καμία αρρώστια και ήταν πολύ περιποιημένη. Κοντά τους ήταν κι ένα ζευγάρι με ένα μωρό. Οι δύο νέοι άνθρωποι, όπως και πολλοί άλλοι χανσενικοί, απομακρύνθηκαν από τα χωριά τους και μεταφέρθηκαν στη Μεσκινιά. Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν.

Μετά απέκτησαν και ένα παιδί, που χωρίς και αυτό να το επιλέξει μεγάλωσε στον κόσμο των λεπρών, μέσα σε σκοτεινές και γεμάτες υγρασία σπηλιές, που υπάρχουν σήμερα κάτω από τα θεμέλια σπιτιών. Άλλες έχουν μπαζωθεί και κάποιες άλλες χάσκουν στην άκρη του δρόμου και φιλοξενούν κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα. Κι όμως αποτελούν κομμάτι της ιστορίας και κρύβουν μέσα τους τον πόνο των ανθρώπων που πέρασαν εκεί τα χειρότερα χρόνια της ζωής τους. Τα στοιχεία 119 άτομα ζούσαν στη Μεσκινιά το 1852 και τα εννέα απ’ αυτά δεν έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν 4 ήταν τα λεπροχώρια στην Κρήτη και συγκεκριμένα βρίσκονταν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά και στην Ιεράπετρα 187 χρόνια έζησαν λεπροί στην περιοχή της Μεσκινιάς. Το 1904 μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα Διαβάστε ακόμη: Μαρτυρίες περιηγητών για τους λεπρούς της Κρήτης, πριν από τη συγκέντρωσή τους στο "Νησί" της Σπιναλόγκας goodnet.gr



Η λέπρα στην Κρήτη και τρεις ιστορικές εκθέσεις

Η πρώτη πρόταση για το λεπροκομείο στις Διονυσάδες απʼ τη Σπιναλόγκα. Η λέπρα στην Κρήτη και το «νησί των καταραμένων». Η δημιουργία της «Μεσκινιάς», του πρώτου οικισμού των ασθενών στον Χάνδακα, και η επιλογή της Σπιναλόγκας αντί των Διονυσάδων, ως λεπροκομείου, από την Κρητική Βουλή στα 1903. Τι έγραφαν το 1884 για τη μάστιγα οι Ι.Κ. Σφακιανάκης, Ι. Τσουδερός και Ι. Βωμ. Οι επισκέψεις δύο κορυφαίων γιατρών-ο ένας ήταν νομπελίστας- στο λεπροκομείο και οι εκθέσεις τους. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για το πρόβλημα και σπάνιες φωτογραφίες από το νησί τη δεκαετία του 1920.

Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr

Η λέπρα στην Κρήτη είναι μια υπόθεση που χάνεται στα βάθη των χρόνων του αρχαίου κόσμου. Δεν αποκλείεται η πρώτη μόλυνση να μεταφέρθηκε στο νησί από τις επαφές των εμπόρων με τους Αιγυπτίους και τους Φοίνικες. Μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, όταν και πλέον αποδείχτηκε ότι η ασθένεια ήταν ιάσιμη και δεν θεωρείτο μεταδοτική, αποτελούσε ένα μεγάλο και διαχρονικό πρόβλημα για την Κρήτη. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν το νησί από τα τέλη του 17ου αιώνα, μετά δηλαδή την κατάκτηση του από τους Τούρκους, στα 1669, ανέφεραν όλοι την ύπαρξη λεπρών. Σε μερικές περιπτώσεις έκαναν λόγο για μεγάλο πληθυσμό, διάσπαρτο στις πόλεις και σε χωριά, απομονωμένο όμως από τους υπόλοιπους κατοίκους. Στην πόλη του Χάνδακα ο συνοικισμός των λεπρών, η Μεσκινιά, η σημερινή δηλαδή Χρυσοπηγή, θα πρέπει να διαμορφώθηκε μετά το 1717. Τότε, γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο έργο του «Χάνδαξ, ιστορικά σημειώματα», που εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν. Στο έγγραφο που είχε στείλει ο Μεχμέτ πασάς, όπως λεγόταν ο Τούρκος αξιωματούχος, στις 3 Σιεβάλ 1129 (1717), αναφερόταν:

«Ελλόγιμε Ιεροδίκα του Χάνδακος και εξοχώτατε Αγά Σεκσουντζή Μπασί.

Επειδή οι έτι και νυν εκτός της πόλεως και εις διάφορα μέρη αυτής διαμένοντες λεπροί, παρακωλύουν και προκαλούν δια της παρουσίας των την αηδίαν των άλλων δούλων του θεού, δια τούτο δέον να γίνη επισταμένη έρευνα και επιθεώρησις, και οπουδήποτε ευρίσκονται τοιούτοι να περισυλλεχθούν και αποσταλούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός του φρουρίου.

Λόγω της σοβαρότητος του πράγματος εφιστώμεν την προσοχήν υμών, όπως καταλάβητε πάσαν φροντίδα και μη παραμένη ουδείς εκ των λεπρών τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως.

Εντελλόμεθα δε, όπως καθʼ ον νόμιμον τρόπον εκτίθεται ανωτέρω και χάριν της ασφαλείας των άλλων συνδημοτών και απαλλαγής αυτών από τους ως είρηται λεπρούς, γίνη επισταμένη έρευνα και περισυλλογή αυτών, δια να μη μείνη ούτε εις εκ τούτων από σήμερον και εις το εξής εντός της πόλεως, άπαντες δε να αποβληθούν εκ του φρουρίου και εγκατασταθούν εις άλλο κατάλληλον μέρος εκτός της πόλεως.

Επί τούτοις εφιστάται η προσοχή και μέριμνα υμών προς ακριβή εφαρμογήν της παρούσης».

Το έγγραφο υπάρχει στο Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου.



Ίσως τότε εντοπίστηκε η Μεσκινιά, που βεβαίως ήταν έξω από τον Χάνδακα την εποχή εκείνη. Αυτός ήταν ο συνοικισμός των λεπρών της περιοχής, που ονομάστηκαν έτσι μεσκίνηδες.Αυτός δεν ήταν ο μοναδικός οικισμός των λεπρών στην Κρήτη. Ανάλογες θέσεις διαμορφώθηκαν στις πόλεις των Χανίων και του Ρεθύμνου, αλλά και στο «Πετροκεφάλι», έξω από την Ιεράπετρα. Παράλληλα μικρότεροι οικισμοί ασθενών υπήρχαν και σε περιοχές της υπαίθρου. Οι λεπροί, φτωχοί και απόλυτα περιθωριοποιημένοι, σχεδόν καταδιωγμένοι άνθρωποι, αναγκάζονταν να γίνονται επαίτες για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό προκαλούσε νέα προβλήματα, καθώς το κυνηγητό συνεχιζόταν αφού οι υγιείς Κρήτες πίστευαν ότι και μόνο που θα ανέπνεαν τον ίδιο αέρα με τους ασθενείς συμπατριώτες τους θα αρρώσταιναν κι οι ίδιοι… Έτσι το 1884, την εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας, η Γενική Συνέλευση των Κρητών αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα εισηγούμενη στον Τούρκο Γενικό Διοικητή Ιωάννη Φωτιάδη πασά, τον πρώτο χριστιανό που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή σε εφαρμογή της Σύμβασης της Χαλέπας, τη δημιουργία ενός οικισμού αποκλειστικά για τους λεπρούς. Ο πασάς ανέθεσε το χειρισμό του προβλήματος σε τρεις γιατρούς, τον μετέπειτα πρώτο πρωθυπουργό της Κρήτης Ιωάννη Κ. Σφακιανάκη, πληρεξούσιο της συνέλευσης, ήδη, τον Ιωάννη Τσουδερό, γενικό αρχηγό του τμήματος Ρεθύμνης και τον Ι. Βωμ, οι οποίοι του παρουσίασαν εισήγηση για συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος. Ανάμεσα στʼ άλλα πρότειναν τη δημιουργία οικισμού μόνο για λεπρούς, με τη διαμόρφωση κατάλληλων υποδομών, και παράλληλα λεπροκομείου. Εισηγήθηκαν και άλλα μέτρα ώστε η ζωή των ασθενών να γίνει ανθρώπινη και να μην αντιμετωπίζονται ως κατώτερα πλάσματα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τέθηκε θέμα σωστής συμπεριφοράς απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, αλλά και οργανωμένης προσέγγισης του προβλήματός τους από την τότε πολιτεία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι τρεις γιατροί εισηγήθηκαν τη δημιουργία του λεπροκομείου σʼ ένα από τα ερημονήσια που βρίσκονται κοντά στη Σητεία: σε κάποιο από το σύμπλεγμα των Διονυσάδων ή το Κουφονήσι. Η πρόταση έγινε δεκτή από τη Γ.Σ., που ψήφισε και πίστωση 300.000 γροσίων για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε.

Η ίδρυση του οικισμούστη Σπιναλόγκα

Με την εγκαθίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις της πρώτης Κρητικής Βουλής του 1901 ( αυτή που εξελέγη το 1899 ήταν συντακτική) τέθηκε και πάλι το θέμα. Σε συνεδρίαση στα τέλη Μαΐου εκείνης της χρονιάς οι βουλευτές Ιωάννης Μυλωνογιαννάκης (Σφακίων) και Εμμανουήλ Αγγελάκης έθεσαν το θέμα της διαχείρισης του προβλήματος. Από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων διαβάζουμε ότι οι δύο πληρεξούσιοι κατέθεσαν κοινή πρόταση στην οποία ανέφεραν: «Προτείνομεν εις την Βουλήν, ίνα μεριμνήση περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών και απαλλάξη ούτω τον τόπον της φοβεράς αυτής μάστιγος αφʼ ενός και αφʼ ετέρου δια λόγους φιλανθρωπίας βελτιώση την θέσιν των δυστυχών αυτών, οίτινες διατελούσιν υπό βιωτικάς και υγιεινάς συνθήκας φρικώδεις». Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα το θέμα συζητήθηκε και για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της δημιουργίας λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα, την οποία μόλις είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της. Παράλληλα συζητήθηκε η πρόταση για τις Διονυσάδες. Τελικά τον Ιούλιο ψηφίστηκε από τη βουλή ο νόμος «Περί απομονώσεως των εν Κρήτη λεπρών», και το 1903 αυτός που προέβλεπε την εγκατάστασή τους στη Σπιναλόγκα, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1904. Οι πρώτοι λεπροί εγκαταστάθηκαν στο νησί στις 13 Οκτωβρίου 1904, έγραφε ο αείμνηστος Μανώλης Δετοράκης στο κείμενό του «Φροντίδες της Κρητικής Πολιτείας για τη δημόσια υγεία», που δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2007 στο ένθετο της «Π» για την Κρητική Πολιτεία. Ήταν 251 ασθενείς, 148 άνδρες και 103 γυναίκες. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957 και οι τελευταίοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στην Αγία Βαρβάρα Αττικής.


Οι πρωτοβουλίες Βενιζέλου

Αρκετά νωρίς, πάντως, είχε τεθεί το πρόβλημα των συνθηκών που ζούσαν οι ασθενείς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Σπιναλόγκα χωρίς να υπάρχει καμιά υποδομή. Τα παλιά και ερειπωμένα σπίτια των μουσουλμάνων έγιναν οι νέες, άθλιες επίσης, κατοικίες τους. Το 1917 τα παράπονά τους έφτασαν μέχρι τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, που έκανε προσπάθειες να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και τη θεραπεία τους, ανακαλώντας ονομαστούς ειδικούς γιατρούς από το εξωτερικό. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό, τέθηκε και πάλι θέμα να κλείσει η Σπιναλόγκα και να λειτουργήσει νέο λεπροκομείο στις Διονυσάδες. 

Στις προσπάθειες αυτές ενεργό ρόλο έπαιξε ο γιατρός και πολιτικός από τη Σητεία Μιχαήλ Καταπότης, ο οποίος εξέδωσε τη δεκαετία του 1930 το ιστορικό περιοδικό «Μύσων». Εκεί δημοσίευε συχνά θέματα για τους λεπρούς και κείμενα τόσο του Βενιζέλου όσο και ονομαστών συναδέλφων του για τις εξελίξεις στον τομέα της καταπολέμησης της ασθένειας. Με εντολή της κυβέρνησης, το 1919 επιτροπή ειδικών επισκέφτηκε, μάλιστα, τόσο τη Σπιναλόγκα όσο και τις Διονυσάδες ώστε, απʼ τη μια να διαπιστώσει τις συνθήκες που υπήρχαν στο λεπροκομείο και να εξετάσει την περίπτωση μετεγκατάστασής του στις Διονυσάδες. 

Ο Βενιζέλος μετά το 1920, όταν πλέον δεν ήταν πρωθυπουργός, με δικά του έξοδα στήριξε την προσπάθεια για τη βελτίωση της θέσης των λεπρών, συνεργαζόμενος με τον Καταπότη, ενώ έστελνε γιατρούς στο εξωτερικό προκειμένου να ενημερωθούν για τις εξελίξεις στη θεραπεία της φοβερής ασθένειας. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου, είτε τις περιόδους που ήταν κυβερνήτης της Ελλάδας (μέχρι το 1920, αλλά και αργότερα, από το 1928) οδήγησε πολλούς επιφανείς γιατρούς της εποχής να επισκεφτούν τη Σπιναλόγκα και να καταθέσουν προτάσεις τους για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και θεραπείας ή ακόμη και τη μεταστέγαση του λεπροκομείου.

Μεταξύ των άλλων, θα αναδημοσιεύσουμε στη συνέχεια τις εκθέσεις που συνέταξαν μετά τις επισκέψεις τους στη Σπιναλόγκα, και δημοσίευσαν ως επιστημονικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά δύο από τις πιο γνωστούς γιατρούς της εποχής, ο Γάλλος Κάρολος Νικόλ, που είχε τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ για τις έρευνες του και ο Γερμανός καθηγητής στο ονομαστό Πανεπιστήμιο της Λειψίας Κ. Ζεϋφάρτ. Ο Νικόλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, είχε επισκεφτεί το νησί τον Οκτώβριο του 1927 και δημοσίευσε το κείμενό του στη γαλλική επιθεώρηση «Illustration» ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Νοεμβρίου 1928. Ο Νικόλ είχε μεταβεί στη Σπιναλόγκα μαζί με τον Γ. Μπλαν, διευθυντή του Ινστιτούτου Παστέρ στην Αθήνα, τον συνεργάτη του μικροβιολόγο Καμινόπετρο, τον Μιχ. Καταπότη και άλλους. 

Ο Ζεϋφάρτ, που έκανε τη δική του επίσκεψη περίπου την ίδια περίοδο, δημοσίευσε τα δικά του συμπεράσματα αλλά και τις εντυπώσεις από τους λεπρούς στην «Εβδομαδιαία Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση». Και τα δύο κείμενα είχαν αναδημοσιευτεί στο περιοδικό του M. Καταπότη «Μύσων», το 1932. Σήμερα, παράλληλα με τα κείμενα των δύο ειδικών της εποχής, αναδημοσιεύομε και την αναφορά που έκαναν τον 1884 οι Ι. Κ. Σφακιανάκης, Ι. Τσουδερός και Ι. Βωμ, και η οποία είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα «Κρήτη» της Γενικής Διοικήσεως.

Παράλληλα παρουσιάζουμε φωτογραφίες – ντοκουμέντα από το «νησί των λεπρών» από την ίδια εποχή, που επίσης είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μύσων». ΠΑΤΡΙΣ

Μαρτυρίες περιηγητών για τους λεπρούς της Κρήτης, πριν από τη συγκέντρωσή τους στο "Νησί" της Σπιναλόγκας

Από τις διάφορες συζητήσεις στην τηλεόραση, διαπιστώνει κανείς την έκπληξη της άγνοιας στους περισσότερους συζητητές για το τεράστιο αυτό θέμα. Σκέφτηκα λοιπόν να εκμεταλλευτώ τη συγκυρία και να μεταφέρω μερικές πληροφορίες και εικόνες για τους λεγόμενους μεσκίνηδες, πριν υπάρξει «το Νησί», πριν δηλαδή συγκεντρωθούν όλα τα θύματα της αρρώστιας στη Σπιναλόγκα, κάτι που έγινε επί Κρητικής Πολιτείας. Η επικαιρότητα είναι γνωστό ότι δημιουργεί ενδιαφέρον στους αναγνώστες και οξύνει την προσοχή τους. Και για να γίνει ακόμη πιο επίκαιρο το θέμα μου, προτάσσω ένα απόσπασμα που δίνει απάντηση σε ένα άλλο θέμα των ημερών, τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Μετείχαν οι λεπροί στα κοινά, είχαν δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι; Απάντηση δίνει ο γιατρός-περιηγητής Δημήτριος–Αλέξανδρος Ζαμπακός (+ 1913), ο οποίος περιηγήθηκε την Κρήτη το 1886.

Ας δούμε τι λέει:

…Οι λεπροί, αν και αντιμετωπίζουν την αποστροφή και την πλήρη αδιαφορία της κοινωνίας, απολαμβάνουν με περηφάνια τα πολιτικά τους δικαιώματα. Μετέχουν στα κοινά όταν και εφόσον πληρούν τους όρους που απαιτούνται από τον νόμο … Είναι όμως και εκλόγιμοι; Υπάρχουν, για παράδειγμα, λεπροί ανάμεσα στους βουλευτές; Δεν θα μπορούσα να το πω…

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συγκέντρωση των λεπρών στη Σπιναλόγκα έγινε επί Κρητικής Αυτονομίας, το 1904. Μέχρι τότε υπήρχαν σε κάθε μια από τις τρεις πόλεις της Κρήτης οι λεγόμενες Μεσκινιές, δηλαδή ξεχωριστοί οικισμοί για τους λεπρούς. Το θέμα ήταν πράγματι τεράστιο, και πριν και μετά τον ορισμό της Σπιναλόγκας. Πέρα από την ιατρική του διάσταση, υπήρχαν τα ανθρώπινα δράματα που ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Παραθέτω, ενδεικτικά, μια εικόνα από βιβλίο της Αγγλίδας Mary Walker, η οποία αναφέρεται στη Μεσκηνιά των Χανίων, την οποία η περιηγήτρια επισκέφτηκε κατά τη δεκαετία του 1870:

…Από μπροστά μας περνά ένας άνδρας καβάλα σε άλογο. Μπροστά του έχει ένα μικρό παιδί. Στο παιδί δεν υπάρχει για την ώρα κανένα σημάδι της φοβερής μόλυνσης που αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί όταν μεγαλώσει. Όμως τα χέρια που κρατούν το παχουλό και ροδαλό κορμάκι έχουν χάσει σχεδόν όλα τους τα δάχτυλα, ενώ το παραμορφωμένο πρόσωπο του δύστυχου πατέρα είναι σχεδόν κρυμμένο από μια κατεβασμένη κουκούλα ...

Θα μπορούσα να αναφέρω αποσπάσματα από δεκάδες περιηγητικά βιβλία ή κείμενα, τα οποία αναφέρονται στους λεπρούς της Κρήτης και τα οποία παρέμεναν άγνωστα μέχρι πρότινος. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο του Ιταλού Vittorio Simonelli, το οποίο φρόντισα να ανατυπωθεί - μεταφρασμένο από την Ιωάννα Φουντουλάκη - το 1996. Λυπούμαι να πω ότι πολλά αντίτυπά του είναι ακόμα στοιβαγμένα στην αποθήκη μου. Και όμως στο βιβλίο αυτό υπάρχουν θαυμάσιες φωτογραφίες από το Ρέθυμνο και την Κρήτη, τραβηγμένη από τον ίδιο το Simonelli, το 1893.

Ανάμεσα σ’ αυτές και η μοναδική φωτογραφία που έχομε από τη Μεσκινιά του Ρεθύμνου, την οποία και παραθέτω. Είχα, επίσης, την τύχη να εντοπίσω σε ξένο περιοδικό του 19ου αιώνα και φωτογραφία της Μεσκινιάς του Ηρακλείου. Για τον αντίστοιχο οικισμό των Χανίων δεν υπάρχει καμία απεικόνιση, αλλά μόνο περιγραφές.

Κοντολογίς, αν έχομε σήμερα εικόνα για το τεράστιο θέμα της λέπρας στην Κρήτη, είναι κάτι που το οφείλομε πρωτίστως στους περιηγητές. Ακόμη και τα λογοτεχνικά κείμενα για το θέμα πρέπει να είναι ελάχιστα. Υπενθυμίζω, πάντως, το ηθογραφικό διήγημα του Ρεθεμνιώτη Ιωάννη Δαμβέργη, αυτό με τον τίτλο Η αρραβωνιαστική του μεσκίνη, γραμμένο σε διάλεκτο κρητική.

Από τις δεκάδες μαρτυρίες περιηγητών που θα μπορούσα να παραθέσω, περιορίζομαι σε δύο ακόμα αποσπάσματα από το βιβλίο του Δ.Α. Ζαμπακού με τίτλο Ταξίδι στους λεπρούς (Παρίσι, 1891). Τη μετάφραση την οφείλω στη Μαριέττα Εκκεκάκη-Ασημομύτη:

… Η Μεσκινιά [του Ηρακλείου] είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα απ’ όπου απολαμβάνει κανείς μια θαυμάσια θέα. Αυτό το χωριό, το οποίο έχει κτιστεί από τους λεπρούς και ανήκει σ’ αυτούς, βρίσκεται σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το Ηράκλειο, με γαϊδουράκι. Τα περίπου 120 σπίτια του, τα περισσότερα χτισμένα με πέτρες, στεγάζουν σήμερα 130 λεπρούς, σύμφωνα με την δήλωση του ιερέα τους. Η τοπική διοίκηση χορηγεί στον καθέναν απ’ αυτούς ένα καρβέλι ψωμί την ημέρα, που ζυγίζει περίπου 1200 γραμμάρια. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν στην κατοχή τους κάποιο σπιτάκι ή κτήματα στον τόπο της καταγωγής τους, απ’ όπου εξασφαλίζουν ένα μικρό εισόδημα. Κατ’ εξαίρεση, υπάρχουν τρεις ή τέσσερις οικογένειες στο Λεπροχώρι που έχουν χτίσει εκεί ωραίες μικρές επαύλεις. Όμως, αυτοί που στερούνται τα προς το ζην - και που είναι οι περισσότεροι – ζουν από την επαιτεία.

Οι άμεσες και οι έμμεσες πληροφορίες που προκύπτουν από το σύντομο αυτό απόσπασμα είναι πολλές και ενδιαφέρουσες. Ας δούμε τώρα και ένα αντίστοιχο απόσπασμα από τη Μεσκινιά των Χανίων, μια και ο συγκεκριμένος περιηγητής δεν πέρασε από το Ρέθυμνο. Το επέλεξα διότι παρέχει εμμέσως στοιχεία βιογραφικά για ένα ξεχασμένο Ρεθεμνιώτη γιατρό:

… Σε απόσταση λίγων λεπτών έξω από την πόλη των Χανίων, σημερινή πρωτεύουσα του νησιού της Κρήτης, και πάνω στον κεντρικό δρόμο, βρίσκονται συγκεντρωμένοι πενήντα τέσσερις λεπροί. Από αυτούς οι δέκα είναι μουσουλμάνοι. Στεγάζονται σε μικρές καλύβες που είναι σκεπασμένες με άχυρα και που έχουν για πάτωμα το σκέτο χώμα.

Ο αξιότιμος συνάδελφός μου Δρ Βαρούχας, γνωστός μου από το Παρίσι και Κρητικός στην καταγωγή, ο οποίος ασκεί το επάγγελμά του στα Χανιά εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια, θέλησε να με συνοδεύσει σ’ αυτό το Λεπροχώρι. Με βοήθησε έτσι να συλλέξω τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. Η λέπρα η λεγόμενη «τροφονευρωτική», που μπορεί να περισταλεί, αριθμεί σ’ αυτό το σύνολο των λεπρών τα περισσότερα θύματα και όχι η «εξιδρωτική». Απ’ αυτού του είδους τη λέπρα έχει προσβληθεί και ο επικεφαλής αυτής της μικρής παροικίας, η οποία εφάπτεται της πόλης. Είναι ένας άνδρας έξυπνος και ρωμαλέος, ηλικίας 43 ετών, τον οποίο αποκαλούν «καπετάνιο». Η ασθένεια είναι σ’ αυτόν στάσιμη εδώ και 20 χρόνια. Έχει εντούτοις κάποια ανεξίτηλα στίγματα … Τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών διατηρούν πάντως την ευαισθησία τους ... Ο καπετάνιος αυτός είναι παντρεμένος με μια τριαντάχρονη λεπρή, επίσης από «τροφονευρωτική» λέπρα, η οποία είναι εγκατεστημένη εδώ από ηλικίας10 ετών. Αυτή παρουσιάζει, ως συμπτώματα της ασθένειας, ατροφία των μυών της παλάμης και βράχυνση του μικρού δακτύλου.

Όμως η δερματική αναισθησία περιορίζεται σ’ αυτήν στο εσωτερικό κάθε χεριού, στο πέμπτο μετακάρπιο. Το ζευγάρι έχει μια κόρη 16 ετών, η οποία είναι παντρεμένη με τον μπακάλη του μεγάλου δρόμου, του οποίου το μαγαζί βρίσκεται σε απόσταση 20 μέτρων από το λεπροκομείο. Έχει ήδη ένα παιδί 12 μηνών, το οποίο θηλάζει από το στήθος της μητέρας του. Πατέρας, μητέρα και παιδί αυτού του νεαρού ζευγαριού είναι όλοι υγιείς. Ο μπακάλης, ευτραφής και εύχαρις τύπος, χωρίς να έχει κανένα λεπρό στην οικογένειά του, δεν δίστασε να παντρευτεί την κόρη δύο λεπρών. Οι οποίοι, άλλωστε, είναι όλη την ημέρας στο μαγαζί του χωρίς αυτό να επηρεάζει δυσμενώς την πελατεία του. Οι ταξιδιώτες που πάνε από τα Χανιά στα γύρω χωριά, σταματούν στο παντοπωλείο, κάνουν τα ψώνια τους, πίνουν κάτι χωρίς να τους ανησυχεί ούτε η γειτνίαση με το Λεπροχώρι ούτε η παρουσία των λεπρών [των πεθερικών του καταστηματάρχη].

Σε μια 65χρονη γυναίκα, η «τροφονευρωτική» λέπρα έχει διακόψει την πορεία της πάνω από 40 χρόνια, ενώ σε άλλη εδώ και 20 χρόνια.

Εκείνο που με εντυπωσίασε σ’ αυτό το Λεπροχώρι είναι ότι άτομα με σωματότυπο αθλητικό, προσβεβλημένα από την «τροφονευρωτική» λέπρα πριν από 25 και 30 χρόνια, έχουν διατηρήσει όλο το σωματικό και πνευματικό τους σφρίγος …

Υπενθυμίζεται ότι ο Ζαμπακός ήταν γιατρός και μάλιστα σπουδαίος. Ανάμεσα στις επιδιώξεις του ήταν, βεβαίως, να καταπολεμήσει τον τρόμο που προκαλούσε στους ανθρώπους η φοβερή αρρώστια, η νόσο του Χάνσεν όπως αργότερα επιδιώχτηκε να ονομάζεται, αφού ακόμα και το όνομα «λέπρα» προκαλούσε φόβο και αποστροφή. goodnet.gr

Categories: