Λάκκος



Ο Λάκκος ήταν μια μικρή απόκεντρη συνοικία στις νοτιοδυτικές παρυφές του Ηρακλείου κοντά στο τμήμα των ενετικών τειχών όπου ευρίσκεται η πύλη Βηθλεέμ (Καρναλίκ Καπί) το φρούριο Baluardo Mardinengo στην περιοχή που είναι τώρα η Yγειονομική Yπηρεσία. Σε επίσημα έγγραφα στις αρχές του αιώνα η συνοικία αναφέρεται με την ονομασία Σερτουρνά, από το ομώνυμο Τζαμί που είχε κατασκευάσει εκεί στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Σερτουρνά Ιμπραχήμ Αγάς, ως Βουλισμένη Βρύση, ονομασία που συναντάται συχνά σε σχετικές καταχωρήσεις τοπικών εφημερίδων και προήλθε από την ενετική κρήνη «Βρύση του Λάκκου» που βρίσκονταν στο κέντρο της συνοικίας και επίσης ως Λάκκος.

Η ονομασία Λάκκος , η οποία και συναντάται περισσότερο στις προφορικές μαρτυρίες, περιείχε ένα γεωγραφικό προσδιορισμό καθώς η συνοικία βρίσκονταν σε κοιλώδες έδαφος σχηματίζοντας μορφή λάκκου. Εν τούτοις η καθιέρωση της χρονολογείται από την περίοδο της εγκαθίδρυσης των χαμαιτυπείων στην περιοχή, οπότε και η σήμανση του χώρου προσέλαβε αρνητικό, συμβολικό περιεχόμενο μια και στην κοινωνική φαντασία ο Λάκκος αντικατόπτριζε τον υπόκοσμο της πόλης και συνιστούσε απειλή για την συμβατική ηθική και τους ευυπόληπτους πολίτες καθώς είχε πολιτογραφηθεί ως θύλακας των χριστιανικών πορνείων..



Σύμφωνα όμως με προγενέστερη μαρτυρία του δημοσιογράφου Aρη Χατζηδάκη, ο χώρος ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα είχε συνδεθεί με αρνητικές αξιολογήσεις αφού είχε εγκατασταθεί εκεί «το Τούρκικο πόπολο» της κατωτέρας κοινωνικής υποστάθμης. Ανεξάρτητα πάντως από τις διαφορετικές σημασιολογήσεις του χώρου, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ως προς το ότι ο Λάκκος με τους τσικιμάδες, τα χαμηλοτάβανα σπίτια και τις παράγκες, υπήρξε ανέκαθεν ένας από τους πλέον
υποβαθμισμένους και φτωχικούς μαχαλάδες της πόλης του Ηρακλείου..»

Όλες αυτές, καθώς επίσης κι άλλες πολλές, οι πολύτιμες πληροφορίες που δίνει ο Ηρακλειώτης συγγραφέας Γιάννης Ζαϊμάκης επιβεβαιώνονται προφορικά και από τον ογδονταδιάχρονο Γιώργο Λαμπράκη που διατηρεί μπακάλικο στο κέντρο της περιοχής του Λάκκου, στην οδό Σπιναλόγκας και αρχή της Γ. Ρωμανού, από το 1934, ίσως από τους ελάχιστους πλέον, εν ζωή ανθρώπους που γνώρισαν όσο λίγοι από κοντά την συνοικία των πορνείων με τους ιδιαίτερους ανθρώπους της μια κι εκτός από τις εμπορικές συναλλαγές που είχε μαζί τους σαν ο μπακάλης που οι ιερόδουλες ψώνιζαν από αυτόν, διατηρούσε επίσης και έντεκα σπίτια τα οποία τους τα ενοικίαζε.

 «Στου Λάκκου τα περάσματα ο κόσμος γαληνέβγει οι μάγκες πίνουν το λουλάκι ο Kατσαρός χορέβγει, Λακκουδιανή μου όμορφη γιανκίνι του κορμιού μου πρόβαλε στο κονάκι σου να γιατρευτεί η πληγή μου».



Ο Λάκκος της Πορνείας

Η πρώτη προσπάθεια για την δημιουργία μιας κλειστής κι απομονωμένης περιοχής πορνείων στο Ηράκλειο χρονολογείται από το 1897. Ως τότε γραπτές πηγές βεβαιώνουν πως υπήρχαν μεμονωμένες οικίες σε διάφορα σημεία της πόλης που χρησιμοποιούνταν ως οίκοι ανοχής.

Έκτοτε, σύμφωνα με άρθρο του δημοσιογράφου Άρη Χατζηδάκη, ιερόδουλες εγκαταστάθηκαν στη περιοχή «Κλέφτικο σοκάκι» στις νοτιοδυτικές παρυφές του ενετικού λιμανιού, γύρω δηλαδή από το σημείο που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

Η λειτουργία όμως πορνείων στη συγκεκριμένη περιοχή, των οποίων η ύπαρξη μάλιστα μνημονεύεται και από τον ιστοριοδίφη Νικόλαο Σταυρινίδη, χρονολογείται μόνο έως το 1899 καθώς τα συνεχή κρούσματα κλοπών κι ο κοσμοπολίτικος χαραχτήρας του χώρου του λιμανιού πλησίον του οποίου βρίσκονταν οι συνοικίες Βεζίρ Τσαρσί και Κουτάλα ( η συνοικία Βεζίρ Τσαρσί βρισκόταν γύρω από το «Βεζίρ Τζαμί», σημερινή εκκλησία του Αγίου Τίτου και η Κουτάλα γύρω από το Μπεντενάκι) με επιφανείς οικογένειες ευπόρων αστών και λογίων, δημιούργησαν σύντομα την ανάγκη της μετεγκατάστασης των χαμαιτυπείων σε πιο απόκεντρες περιοχές.



Έτσι λοιπόν, μετά το 1900, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, μια παρασιτική κοινωνία αγοραίου έρωτα αρχίζει σιγά σιγά να δημιουργείται στη συνοικία «Λάκκος» της πόλης του Ηρακλείου, όπως υπαγόρευε το διάταγμα «Περί χαμαιτυπείων» που προέβλεπε την απομόνωση των πορνείων σε χώρους εντελώς απρόσιτους «εις κεντρικούς περιπάτους..»

Ανάλογη ήταν η στρατηγική που χρησιμοποίησαν οι αρχές της πόλης και στο ζήτημα των Οθωμανικών χαμαιτυπείων τα οποία είχαν περιοριστεί στις βόρειες παρυφές της συνοικίας Κιζίλ Τάμπια, (σημερινή Αγία Τριάδα), περιοχή απομακρυσμένη από το διοικητικό κέντρο, συνάμα όμως και στιγματισμένη από τα χρόνια ακόμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς εκεί λειτουργούσαν κατ΄ αποκλειστικότητα τα μουσουλμανικά πορνεία έως και τις αρχές του περασμένου αιώνα, με Τουρκάλες ιερόδουλες που πρόσφεραν υπηρεσίες αγοραίου έρωτα αποκλειστικά σε ομόθρησκους τους.

Σύμφωνα όμως με διασταυρωμένες προφορικές μαρτυρίες, επιβεβαιώνεται πως στη Κιζίλ Τάμπια εξακολούθησαν να λειτουργούν αρκετά από αυτά τα πορνεία ακόμα και μετά την αποχώρηση των Μουσουλμάνων.

Η συγκέντρωση και η λειτουργία των πορνείων στις δυο προαναφερθείσες συνοικίες στη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, διαφαίνεται καθαρά σε επίσημα κείμενα όπου δημοσιεύονται ονόματα ιεροδούλων. Σε σχετική αστυνομική διαταγή μάλιστα, υπάρχει ει...δική αναφορά για την «κακοήθη ψυχαγωγική διασκέδαση» που πρόσφεραν κάποιοι καφενέδες (τεκέδες) και οι οποίοι σε δημόσια έγγραφα των αρχών του περασμένου αιώνα συγκαταλέγονται στην κατηγορία των λαϊκών θεαμάτων. Στις εφημερίδες της ίδιας περιόδου κατονομάζονται ως «καφέ αμάν» και «καφέ σαντάν» και από τοπικούς αρθρογράφους γίνονται αλλεπάλληλες προτροπές για το κλείσιμο τους.





Το νεοσύστατο καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας επιχειρεί την πλέον αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της πορνείας, που μετά την εγκαθίδρυση των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί είχε διογκωθεί με τον ερχομό εκατοντάδων γυναικών «ελευθερίων ηθών» από μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου και της ευρύτερης ανατολικομεσογειακής περιοχής.

Γυναίκες αγοραίου έρωτα διαφόρων εθνικοτήτων, Τουρκάλες, Εβραίες, Γαλλίδες, Ιταλίδες, και φυσικά Ελληνίδες, κατακλύζουν τις πόλεις της Κρήτης, με την εγκατάσταση όμως των πορνείων των ιεροδούλων του χριστιανικού θρησκεύματος στη συνοικία «Λάκκος» καθώς και την απόλυτη εφαρμογή των αρχών του διατάγματος «Περί χαμαιτυπείων» συντελείται η άμεση κάθαρση της υπόλοιπης πόλης από άτομα παρασιτικής υπόστασης και ο βαθμιαίως σχηματισμός μιας ντόπιας μικροκοινωνίας πορνείων, όμοια με εκείνης της Τρούμπας του Πειραιά και της Μπάρας στη Θεσσαλονίκη, δεν αργεί να ολοκληρωθεί.

Ο χώρος που επιλέχθηκε για να μεταμορφωθεί σε «Τρούμπα του Ηρακλείου» ήταν μια μικρή απόκεντρη συνοικία στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης, κοντά στο τμήμα των ενετικών τειχών που βρίσκεται η πύλη Βηθλεέμ (Καρανλίκ Καπί- Σκοτεινή Πύλη) και το φρούριο Baluardo Martinengo. Σε επίσημα έγγραφα των αρχών του αιώνα αναφέρεται επίσης με την ονομασία Σερτουρνά, (που προέρχεται από το ομώνυμο Τζαμί το οποίο στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε κατασκευάσει εκεί ο Σερτουρνά Ιμπραχήμ Αγάς) και σπανιότερα ως «Βουλισμένη Βρύση» και «Λάκκος».









Categories: